Τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία σαν αγία στις 7 Σεπτεμβρίου.
Η ζωή της
Γεννήθηκε μεταξύ του 805 και του 810 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γόνος φεουδαρχικής οικογενείας. Ο πατέρας της Κασσιανής, επιφανές μέλος αυτής της οικογένειας φαίνεται πως του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του Κανδιδάτου στην αυλή της Βασιλεύουσας. Όταν μεγάλωσε συνδύαζε τη σωματική ομορφιά με την εξυπνάδα της. Τρεις βυζαντινοί χρονικογράφοι, ο Συμεών ο μεταφραστής, ο Γεώργιος Αμαρτωλός και ο Λέων ο Γραμματικός, αναφέρουν ότι έλαβε μέρος στην τελετή επιλογή νύφης για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, την οποία είχε οργανώσει η μητριά του Ευφροσύνη. Σε αυτή, που τοποθετείται χρονικά ή στο 821 ή στο 830, ο αυτοκράτορας επέλεγε τη σύζυγο της αρεσκείας του δίνοντας της ένα χρυσό μήλο. Θαμπωμένος από την ομορφιά της Κασσίας, ο νεαρός αυτοκράτορας την πλησίασε και της είπε: «Ὡς ἂρα διά γυναικός ἐῤῥρύη τὰ φαῦλα» «Από μία γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα κακά [πράγματα]», αναφερόμενος στην αμαρτία και τις συμφορές που προέκυψαν από την Εύα. Η Κασσία, ετοιμόλογη, του απάντησε: «Ἀλλά καὶ διά γυναικός πηγάζει τά κρείττω» «Και από μία γυναίκα [ήρθαν στον κόσμο] τα καλά [πράγματα]», αναφερόμενη στην ελπίδα της σωτηρίας από την ενσάρκωση του Χριστού μέσω της Παναγίας. Με βάση την παράδοση ο ακριβής διάλογος ήταν:
-Εκ γυναικός τα χείρω.
-Kαι εκ γυναικός τα κρείττω.
Ο εγωισμός του Θεόφιλου τραυματίστηκε με αποτέλεσμα να απορρίψει την Κασσιανή και να επιλέξει τη Θεοδώρα από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας για σύζυγό του.
Πάντως το επεισόδιο αυτό αμφισβητείται από τους νεώτερους ιστορικούς. Τα κύρια επιχειρήματα είναι ότι οι διηγήσεις του επεισοδίου εμφανίζονται 100 περίπου χρόνια αφού έζησε ο Θεόφιλος,το διήγημα περιέχει μοτίβα από την περιοχή του μύθου και της μεταγενέστερης δημώδους παράδοσης η οποία δημιουργήθηκε σταδιακά μέσα στους εικονολατρικούς κύκλους ως αντίδραση ενάντια στο μεροληπτικό εγκώμιο της αυτοκράτειρας Θεοδώρας.
Οι επόμενες πληροφορίες που σώζονται για την Κασσιανή είναι ότι το 843 ίδρυσε ένα κοινόβιο στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, κοντά στα τείχη της πόλης, του οποίου έγινε και η πρώτη ηγουμένη. Αν και πολλοί ερευνητές αποδίδουν την επιλογή της αυτή στην αποτυχία της να γίνει αυτοκράτειρα, μία επιστολή του Θεόδωρου του Στουδίτου αποδίδει διαφορετικά κίνητρα στην ενέργεια της αυτή. Διατηρούσε στενή σχέση με τη γειτονική Μονή Στουδίου, η οποία έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επανέκδοση βυζαντινών λειτουργικών βιβλίων τον 9ο και το 10ο αιώνα, με αποτέλεσμα τη διάσωση των έργων της (Kurt Sherry, σελ. 56). Στη συνέχεια η Κασσιανή εξαφανίζεται από το ιστορικό προσκήνιο, αν και καμιά βυζαντινή ή άλλη πηγή, κοσμική ή εκκλησιαστική δεν μας πληροφορεί αν εξορίστηκε από τους εικονομάχους ή τους εικονόφιλους αυτοκράτορες.
Το Τροπάριο της Κασσιανής
Με βάση την παράδοση ο αυτοκράτορας Θεόφιλος συνεχίζοντας να είναι ερωτευμένος μαζί της, επιθυμούσε να την δει για μία τελευταία φορά πριν πεθάνει κι έτσι πήγε στο μοναστήρι όπου βρισκόταν. Η Κασσιανή ήταν μόνη στο κελί της γράφοντας το τροπάριο της όταν αντιλήφθηκε την άφιξη της αυτοκρατορικής ακολουθίας. Τον αγαπούσε ακόμη αλλά πλέον είχε αφιερώσει τη ζωή της στο Θεό γι αυτό και κρύφτηκε, μη επιθυμώντας να αφήσει το παλιό της πάθος να ξεπεράσει το μοναστικό της ζήλο. Άφησε όμως το μισοτελειωμένο ύμνο πάνω σε ένα τραπέζι. Ο Θεόφιλος ανακάλυψε το κελί της και μπήκε σε αυτό ολομόναχος. Την αναζήτησε αλλά μάταια. Εκείνη τον παρακολουθούσε μέσα από μία ντουλάπα στην οποία είχε κρυφτεί. Ο Θεόφιλος στενοχωρήθηκε, έκλαψε και μετάνιωσε που για μία στιγμή υπερηφάνειας έχασε μία τόσο όμορφη και έξυπνη γυναίκα. Στη συνέχεια βρήκε τα χειρόγραφα της Κασσιανής επάνω στο τραπέζι και τα διάβασε. Μόλις ολοκλήρωσε την ανάγνωση κάθισε και πρόσθεσε ένα στίχο στον ύμνο. Σύμφωνα με την παράδοση ο στίχος αυτός ήταν «ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». Φεύγοντας εντόπισε την Κασσιανή που κρυβόταν στην ντουλάπα αλλά δεν της μίλησε, σεβόμενος την επιθυμία της. Η Κασσιανή βγήκε από την κρυψώνα της μετά την αναχώρηση του αυτοκράτορα, διάβασε την προσθήκη του και στη συνέχεια ολοκλήρωσε τον ύμνο.
Life
Kassia was born between 805 and 810 in Constantinople into a wealthy family[2] and grew to be exceptionally beautiful and intelligent.[who?] Three Byzantine chroniclers, Pseudo-Symeon the Logothete, George the Monk (a.k.a. George the Sinner) and Leo the Grammarian, claim that she was a participant in the "bride show" (the means by which Byzantine princes/emperors sometimes chose a bride, by giving a golden apple to his choice) organized for the young bachelor Theophilos by his stepmother, the Empress Dowager Euphrosyne. Smitten by Kassia's beauty, the young emperor approached her and said: "Through a woman [came forth] the baser [things]", referring to the sin and suffering coming as a result of Eve's transgression. Kassia promptly responded by saying: "And through a woman [came forth] the better [things]", referring to the hope of salvation resulting from the Incarnation of Christ through the Virgin Mary. According to tradition, the verbatim dialogue was:
"-Ἐκ γυναικὸς τὰ χείρω." (Ek gynaikós tá cheírō)
"-Kαὶ ἐκ γυναικὸς τὰ κρείττω." (Kaí ek gynaikós tá kreíttō)
His pride wounded by Kassia's terse rebuttal, Theophilos rejected her and chose Theodora as his wife.
When next we hear of Kassia in 843 she had founded a convent in the west of Constantinople, near the Constantinian Walls, and became its first abbess.[3] Although many scholars attribute this to bitterness at having failed to marry Theophilos and become Empress, a letter from Theodore the Studite indicates that she had other motivations for wanting a monastic life. It had a close relationship with the nearby monastery of Stoudios, which was to play a central role in re-editing the Byzantine liturgical books in the 9th and 10th centuries, thus ensuring the survival of her work (Kurt Sherry, p. 56). However, since the monastic life was a common vocation in her day, religious zeal is as likely a motive as either depression or aspiration for artistic renown.[4]
The Emperor Theophilos was a fierce iconoclast, and any residual feelings he may have had for Kassia did not preserve her from the imperial policy of persecution for her defence of the veneration of icons. Among other things, she was subjected to scourging with a lash. In spite of this, she remained outspoken in defence of the Orthodox Faith, at one point saying, "I hate silence, when it is time to speak."[4]
After the death of Theophilos in 842 his young son Michael III became Emperor, with the Empress Theodora acting as Regent. Together they ended the second iconoclastic period (814-842), peace was restored to the empire.
Kassia traveled to Italy briefly, but eventually settled on the Greek Island of Kasos where she died sometime between 867 and 890 AD. In the city of Panaghia, there is a church where Kassia's tomb/reliquiary may be found [5]
Hymn of Kassia
The most famous of her compositions is the eponymous Hymn of Kassiani (also known as the Troparion of Kassiani), sung every Holy Wednesday (commonly chanted late in the evening of Holy Tuesday).
Tradition says that in his later years the Emperor Theophilus, still in love with her, wished to see her one more time before he died, so he rode to the monastery where she resided. Kassiani was alone in her cell, writing her Hymn when she realized that the commotion she heard was because the imperial retinue had arrived. She was still in love with him but was now devoted to God and hid away because she did not want to let her old passion overcome her monastic vow. She left the unfinished hymn on the table. Theophilus found her cell and entered it alone. He looked for her but she was not there; she was hiding in a closet, watching him. Theophilus felt very sad, cried, and regretted that for a moment of pride he rejected such a beautiful and intellectual woman; then he noticed the papers on the table and read them. When he had finished reading, he sat and added one line to the hymn; then he left. The line attributed to the Emperor is the line "those very feet whose sound Eve heard at the dusk in Paradise and hid herself in fear". Legend says that as he was leaving he noticed Kassiani in the closet but did not speak to her, out of respect for her wished privacy. Kassiani emerged when the emperor was gone, read what he had written and finished the hymn.
The Hymn of Kassiani is chanted only once a year during Holy Week, at the end of the aposticha at Matins on Great and Holy Wednesday, which is traditionally served in Tuesday evening. The music for the hymn is slow, sorrowful and plaintive. It lasts about ten to twenty minutes, depending on tempo and style of execution. It requires a very wide vocal range, and is considered one of the most demanding, if not the most demanding, pieces of solo Byzantine chant, and cantors take great pride in delivering it well. It is also sung by choirs in unison, often underpinned by Byzantine vocal bass drone. The faithful make a point of going to church specifically "to listen to Kassiani" that evening:In many places in Greece, the Bridegroom Matins service of Great Tuesday is popular with sex workers, who may not often be seen in church at other times of the year. They come in great numbers, in order to hear the Hymn of Kassiani, as the hymn is traditionally associated with the woman fallen in many sins.[citation needed]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου